ἀροτραῖος

Revision as of 17:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

[ᾰρ], α, ον,

   A of corn-land, rustic, θαλάμη AP7.209 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 357] vom Ackerland, θαλάμη ἀροτραίη Ant. Sid. 111 (VII, 209).

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτραῖος: η ον, ἀγροτικός, ἀροτραίη θαλάμη Ἀνθ. Π. 7. 209.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de labour.
Étymologie: ἄροτρον.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Prosodia: [ᾰ]
rústico θαλάμη AP 7.209 (Antip.Sid.).

Greek Monotonic

ἀροτραῖος: -η, -ον (ἄροτρον), αγροτικός, εξοχικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀροτραῖος: (ᾰρ) сделанный плугом (θαλάμη Anth.).