βεβρώθοις

Revision as of 17:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A v. βιβρώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

βεβρώθοις: ἴδε ἐν λ. βιβρώσκω.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. pf. opt. épq. de βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

v. βιβρώσκω.

Greek Monotonic

βεβρώθοις: βλ. βιβρώσκω· βέβρωκα, παρακ. του ίδ., βεβρώσομαι, Παθ. μελ.

Russian (Dvoretsky)

βεβρώθοις: эп. 2 л. sing. pf. opt. к βιβρώσκω.