διαπροστατεύω

Revision as of 19:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A continue to propose, τι Plb.4.13.7.

German (Pape)

[Seite 598] vorstehen, διαβούλιον, vorschlagen, Pol. 4, 13, 7.

Greek (Liddell-Scott)

διαπροστᾰτεύω: ἐξακολουθῶ προτείνων, τι Πολύβ. 4. 13, 7.

Spanish (DGE)

presidir τὸ διαβούλιον Plb.4.13.7.

Russian (Dvoretsky)

διαπροστᾰτεύω: в качестве председательствующего предлагать на утверждение (τὸ διαβούλιόν τινος Polyb. - v. l. διαπρυτανεύω).