δυσθυμαίνω
English (LSJ)
A to be dispirited, despond, h. Cer.362.
German (Pape)
[Seite 681] mißmüthig, traurig sein, H. h. Cer. 363.
Greek (Liddell-Scott)
δυσθῡμαίνω: εἶμαι ἄθυμος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 363.
Spanish (DGE)
(δυσθῡμαίνω) desanimarse, h.Cer.362.
Greek Monolingual
δυσθυμαίνω (Α)
δυσθυμώ.
Greek Monotonic
δυσθῡμαίνω: αποθαρρύνομαι, χάνω το θάρρος μου, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
δυσθῡμαίνω: HH = δυσθυμέω.