ἐξιστάνω

Revision as of 20:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

later form of ἐξίστημι, LXX 3 Ma.1.25, Dsc.4.73:—also ἐξιστάω, Act.Ap.8.9.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιστάνω: μεταγεν. τύπος τοῦ ἐξίστημι, Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Α΄, 25), Πράξ. Ἀποστ. η΄, 9, Διοσκ. 4. 74.

Greek Monolingual

βλ. εξίσταμαι.

Greek Monotonic

ἐξιστάνω: μεταγεν. τύπος του ἐξίστημι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἐξιστάνω: и ἐξιστάω NT = ἐξίστημι.