ἔπιπλα
English (LSJ)
τά,
A implements, utensils, furniture, movable property (ἡ κούφη κτῆσις, τὰ ἐπιπολῆς ὄντα τῶν κτημάτων, Poll.10.10; σκεύη τὰ μὴ ἔγγεια ἀλλ' ἐπιπόλαια, Hsch.); opp.fixtures, Hdt.1.150,164,7.119, al., S.Fr.8, Th.3.68, Is.8.35, X.Oec.9.6, Arist.Pol.1267b12, etc.; fittings of a ship, PCair.Zen.242 (iii B.C.): rarely sg., ἔπιπλον Is. (Fr. 28)ap.Poll.10.11, Asp.in EN96.30. (The form ἐπίπλοα occurs in Mss. of Hdt.1.94 (cf. Poll.10.10), and late Pap., as BGU483.6 (ii A.D.), but ἔπιπλα PCair.Zen.l.c., PGrenf.1.12.18 (ii B.C.), etc.)
German (Pape)
[Seite 969] τά (ion. ἐπίπλοα, nur Her. 1, 94, wo es entweder zu ändern, oder eingeschränkter das auf die Schifffahrt Bezügliche ist; den sing. ἔπιπλον führt Poll. 10, 11 aus Isae. an), Geräthschaften, bes. Hausgeräth, nach Poll. 10, 10 ἡ κούφη κτῆσις, wie Is. 8, 35 δι' ὧν ᾤκει τὴν οἰκίαν; übh. alles bewegliche Vermögen, im Ggstz der liegenden Güter, Her. 1, 150, 7, 119; Lys. 12, 19. 19, 30, wo es den σκεύη entspricht; vgl. Xen. Oec. 9, 6; bei Thuc. ἃ ἦν ἐν τῷ τείχει ἔπιπλα, χαλκὸς καὶ σίδηρος 3, 68; Harpocr. führt es auch aus Soph. (frg. 7) an u. erkl. τὴν οἷον ἐπιπόλαιον κτῆσιν καὶ μετακομίζεσθαι δυναμένην.
Greek (Liddell-Scott)
ἔπιπλα: τά, ἐργαλεῖα, σκεύη, «ἔπιπλα», κινητὴ περιουσία («τὰ ἐξ ἐπιπολῆς ὄντα τῶν κτημάτων» Πολυδ. Ι΄, 10· «ἱμάτια γυναικεῖα. ἢ χρήματα, ἢ σκεύη, τὰ μὴ ἔγγ(ε)ια. ἀλλ᾿ ἐπιπόλαια» Ἡσύχ.), Λατ. supellex, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἀκίνητα, Ἡρόδ. 1. 150, 164., 7. 119, κ. ἀλλ., Σοφ. Ἀποσπ. 7, Θουκ. 3, 68, Ἰσαῖος 72. 41, πρβλ. ἰδίως Ξεν. Οἱκ. 9, 6, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 7, 21. (Ὁ τύπος ἐπίπλοα ἀπαντᾷ ἐν ἀντιγράφῳ τοῦ Ἡροδ. 1. 94, καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι σφάλμα τοῦ ἀντιγραφέως, διότι ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὴν γραφὴν ἔπιπλα· φαίνεται τοὐλάχιστον ὅτι ἡ λέξις παράγεται ἐκ τῆς προθ. ἐπὶ (ὡς τὸ διπλόα ἐκ τοῦ δίς), οὐχὶ δὲ κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ ἐπίπλοος).
French (Bailly abrégé)
v. ἔπιπλον.
Greek Monotonic
ἔπιπλα: τά (από το ἐπί, όπως το δίπλα από το δίς), εργαλεία, σύνεργα, μαγειρικά σκεύη, έπιπλα, κινητή περιουσία, σε Ηρόδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ἔπιπλα: ион. тж. ἐπίπλοα τά (pl. к ἔπιπλον) движимое имущество, пожитки, предметы домашнего обихода, утварь Her., Thuc., Lys., Xen., Isae., Arst., Plut.