εὐκοπία
English (LSJ)
ἡ,
A ease, facility, D.S.1.36, 3.17, LXX 2 Ma.2.25; ἐν πάσῃ εὐ. PMag.Par.1.159.
German (Pape)
[Seite 1075] ἡ, leichte Arbeit, Leichtigkeit, τοῖς ἔργοις εὐκοπίαν παρέχεσθαι, D. Sic. 1, 36. 3, 17.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκοπία: ἡ, εὐκολία ἐργασίας, Διόδ. 1. 36., 3. 17.
Greek Monolingual
εὐκοπία, ἡ (Α) εύκοπος
η εύκολη εργασία, η ευκολία.
Russian (Dvoretsky)
εὐκοπία: ἡ легкость, нетрудность (sc. τῶν ἔργων Diod.).