εὐκοπία

Revision as of 21:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ἡ,

   A ease, facility, D.S.1.36, 3.17, LXX 2 Ma.2.25; ἐν πάσῃ εὐ. PMag.Par.1.159.

German (Pape)

[Seite 1075] ἡ, leichte Arbeit, Leichtigkeit, τοῖς ἔργοις εὐκοπίαν παρέχεσθαι, D. Sic. 1, 36. 3, 17.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκοπία: ἡ, εὐκολία ἐργασίας, Διόδ. 1. 36., 3. 17.

Greek Monolingual

εὐκοπία, ἡ (Α) εύκοπος
η εύκολη εργασία, η ευκολία.

Russian (Dvoretsky)

εὐκοπία: ἡ легкость, нетрудность (sc. τῶν ἔργων Diod.).