εὐαλάκατος

Revision as of 21:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

[ᾰκ], ον, Aeol. for εὐηλ-, Theoc.28.22.

German (Pape)

[Seite 1056] dor. = εὐηλάκατος, Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾱλάκατος: -ον, Δωρ. ἀντὶ εὐηλάκατος, Θεόκρ. 28. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une belle quenouille.
Étymologie: εὖ, ἠλακάτη.

English (Slater)

εὐαλάκατος
   1 with fine distaff εὐαλάκ[ Πα. 7. a. 4.

Greek Monolingual

εὐαλάκατος, -ον (Α)
δωρ. τ., βλ. ευηλάκατος.

Greek Monotonic

εὐᾱλάκατος: -ον, Δωρ. αντί εὐηλ-.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾱλάκᾰτος: (λᾰ) обладающая красивой прялкой или красиво прядущая Theocr.