θάλαμόνδε

Revision as of 21:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

German (Pape)

[Seite 1182] ins Schlafgemach, Od. 21, 8. 22, 109. 161.

French (Bailly abrégé)

adv.
en allant dans la chambre.
Étymologie: θάλαμος, -δε.

Greek Monotonic

θάλαμόνδε: επίρρ., στο θάλαμο, στην κάμαρα, στην κρεβατοκάμαρα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

θάλᾰμόνδε: (θᾰ) adv. в горницу, в спальню (ἴμεναι Hom.).