θράσσω

Revision as of 21:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Att. θράττω, pres. part. neut.

   A θρᾶττον Pl.Phd.86e: aor.1 inf. θρᾶξαι A.Pr.628,E.Fr.600:—trouble, disquiet, Pi.I.7(6).39,A.l.c., Cratin.363, Pherecr.39, S.Fr.177, Hp.Mul.1.70, E.Rh.863, Pl. l.c., Phdr.242c, etc.:—Pass., ὑπὸ ἐδωδῆς θράττεσθαι Jul.Or.6.192a: aor.1 ἐθράχθη S.Fr.1055.    2 disturb, destroy, APl.4.255.    3 for pf. τέτρηχα, v. ταράσσω 11.

German (Pape)

[Seite 1216] att. θράττω, Zusammenziehung aus ταράσσω (w. m. vgl,), in derselben Bdtg, beunruhigen; ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος Pind. I. 6, 39; σὰς δ' ὀκνῶ θρᾶξαι φρένας, verwirren, Aesch. Prom. 651; ἐθράχθη wird aus Soph. frg. 812 angeführt; καί τί μου θράσσει φρένας Eur. Rhes. 863; λέγε, τί ἦν, ὅ σε αὖ θρᾶττον ἀπιστίαν παρέχει Plat. Phaed. 86 e, öfter; so auch bei Sp., vgl. Ruhnk. zu Tim. lex. Plat. p. 93; – ὡς μὴ θράξῃς, zerbrechen, Ep. ad. 235 (Plan. 255).

Greek (Liddell-Scott)

θράσσω: Ἀττ. θράττω: μέλλ. -ξω: ἀορ. ἀπαρ. θρᾶξαι (οὖχὶ θράξαι) Αἰσχύλ. Πρ. 628: - συντετμημένος τύπος τοῦ ταράσσω, ἐνοχλῶ, ἀνησυχῶ, Πίνδ. Ι. 7 (6). 56, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Ρήσ. 863∙ τί ἦν τὸ σὲ αὖ θρᾶττον Πλάτ. Φαίδωνι 86Ε, Φαίδρ. 242C, κτλ.∙ ἴδε Ruhnk Τίμ.: παθ. ἀόρ. ἐθράχθη, Σοφ. Ἀποσπ. 812∙ «θράττομαι∙ συντρίβομαι. συγκόπτομαι» Ἡσύχ. 2) καταστρέφω, ἀφανίζω, Ἀνθ. Πλαν. 255. 3) περὶ τοῦ πρκμ. τέτρηχα, ἴδε ἐν λ. ταράσσω ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ἔθραξα, pf. ion. intr. τέτρηχα;
Pass. ao. ἐθράχθην;
causer du trouble, troubler : θράττει σε ὅτι XÉN tu es troublé de ce que.
Étymologie: cf. ταράσσω.

English (Slater)

θράσσω
   1 trouble μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων (Boeckh e Σ: θραύσοι codd.) (O. 6.97) ὁ δ' ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος (sc. με) (I. 7.39)

Greek Monolingual

θράσσω και αττ. τ. θράττω (Α)
1. συγχέω, ανησυχώ, ενοχλώ
2. καταστρέφω, αφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρᾱχ-, με παρακμ. τέτρη-χα (πρβλ. τέ-θνη-κα) και αόρ. θράξαι, εθράχθη κατά το πράσσω-πράξαι. Η λ. είναι άγνωστης ετυμολ. και αντ' αυτής χρησιμοποιείται στον ενεστ. το συνών. ταράσσω.
ΠΑΡ. αρχ. θραγμός.

Greek Monotonic

θράσσω: Αττ. θράττω, μέλ. -ξω, απαρ. αορ. αʹ θράξαι·
1. συνηρ. αντί ταράσσω, ενοχλώ, ταράζω, ανησυχώ, σε Αισχύλ., Ευρ., Πλάτ., κ.λπ.
2. καταστρέφω, αφανίζω, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θράσσω: атт. θράττω (ᾱ) (ион. pf. τέτρηχα; inf. aor. θράξαι или θρᾶξαι; aor. pass. ἐθράχθην) смущать, тревожить, расстраивать (τινά Plat.; φρένας Aesch.; ὁ ἀθανάτων μὴ θρασσέτω φθόνος Pind.).