ἰπνοπλάθης

Revision as of 22:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

German (Pape)

[Seite 1257] ὁ, = Folgdm, Tim. lex. Plat.

Greek Monolingual

ἰπνοπλάθης, ο (Α)
ιπνοπλάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + -πλάθης (αντί -πλάθος) < πλάσσω, τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.].

Russian (Dvoretsky)

ἰπνοπλάθης: ου ὁ Plat. v. l. = ἰπνοπλάθος.