κακοδαιμονικός

Revision as of 22:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A bringing unhappiness or misfortune, πικρία Phld.Ir.p.56 W., cf. D.L. 7.104, S.E.M.9.176.

German (Pape)

[Seite 1299] Unglück bringend; D. L. 7, 104; S. Emp. adv. phys. 1, 176.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδαιμονικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιφέρων ἀτύχημα, δυστυχίαν, Διογ. Λ. 7. 104, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 176.

Greek Monolingual

κακοδαιμονικός, -ή, -όν (Α) κακοδαίμων
αυτός που προξενεί κακοδαιμονία.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδαιμονικός: приносящий несчастье, несущий горе (τὸ θεῖον Sext.; χρῆσις Diog. L.).