λακάζω

Revision as of 23:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A = λάσκω, shout, howl, A.Th.186, Supp.872 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 8] (λακέω), rufen, schreien, neben αὔειν, Aesch. Spt. 168, ἰΰζειν, Suppl. 851.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰκάζω: λάσκω, φωνάζω, ὠρύομαι, Αἰσχύλ. Θήβ. 186, Ἱκέτ. 872.

French (Bailly abrégé)

crier.
Étymologie: DELG λάσκω.

Greek Monolingual

λακάζω (Α)
(ποιητ.) καλώ μεγαλοφώνως, ωρύομαι, φωνάζω («ἴυζε καὶ λάκαζε καὶ κάλει θεούς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ- του λάσκω (πρβλ. αόρ. -λακ-ον) + -άζω].

Greek Monotonic

λᾰκάζω: = λάσκω, φωνάζω, ωρύομαι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λᾰκάζω: кричать, вопить Aesch.