ὁμοιοβαρής

Revision as of 01:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ές,

   A equally heavy, Arist.Cael.273b23.

German (Pape)

[Seite 334] ές, gleich schwer, Arist. de Coel. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοβᾰρής: -ές, ὁ ἔχων ὅμοιον βάρος, ἰσοβαρής, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 6.

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοιοβαρής, -ές)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος, ισοβαρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής].

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοβᾰρής: одинаково тяжелый, такого же веса Arst.