Dor. for ὁπότε (q. v.).
[Seite 363] dor. = ὁπότε, Theocr. 5, 98. 24, 128.
ὁππόκα: Δωρ. ἀντὶ ὁπότε, ὃ ἴδε.
ὁππόκα (Α)(δωρ., ποιητ. τ.) επίρρ. βλ. οπότε.
ὁππόκα: Δωρ. αντί ὁπότε.
ὁππόκα: conj. дор. = ὁπότε.