οὔπως

Revision as of 01:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

or οὔ πως, Ion. οὔκως Hdt.1.33:—Adv.

   A no-how, in no wise, not at all, giving the greatest possible strength to the negation, Il. 4.320, etc.; separated, οὐ μέν πως 2.203, 4.158, etc.

German (Pape)

[Seite 416] auf keine Weise, ganz u. gar nicht, oft bei Hom.

Greek (Liddell-Scott)

οὔπως: ἢ οὔ πως, Ἰων. οὔκως, ἐπίρρ., οὐδαμῶς, κατ’ οὐδένα τρόπον, οὐδόλως, ἐπιτεινομένης πλεῖστον ὅσον τῆς ἀρνήσεως, Ἰλ. Δ. 320, κλ.· διαιρούμενον διὰ παρεμπιπτούσης λέξεως, οὐ μέν πως, Β. 203., Δ. 158, κτλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
en aucune façon, nullement.
Étymologie: οὐ, πῶς.

English (Autenrieth)

nohow, on no terms.

Greek Monolingual

οὔπως ή οὔ πως και ιων. τ. οὔκως (Α)
επίρρ. (επιτ. αρνήσεως) με κανέναν τρόπο, με τίποτε.

Greek Monotonic

οὔπως: ή οὔπως, Ιων. οὔκως, επίρρ., με κανένα τρόπο, ουδόλω, με τίποτε, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

οὔπως: ион. οὔκως adv. тж. раздельно никоим образом, решительно никак: ἀλλ᾽ οὔ. ἅμα πάντα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν Hom. но боги отнюдь (никогда) не давали людям все сразу; οὔ. κως ἤκουον Her. они и слышать не хотели.