πάσσαξ

Revision as of 01:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ, Megar. form of πάσσαλος, Ar.Ach.763.

German (Pape)

[Seite 532] ακος, ὁ, seltnere Nebenform von πάσσαλος, Ar. Ach. 763; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

πάσσαξ: -ᾱκος, ὁ, σπανιώτερος τύπος τοῦ πάσσαλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 763. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 380.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
c. πάσσαλος.

Greek Monolingual

-ακος, ό, Α
(μεγαρικός τ.) πάσσαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασσ- του πάσσαλος + επίθημα -αξ (πρβλ. πόρπ-αξ)].

Greek Monotonic

πάσσαξ: -ᾱκος, ὁ = πάσσαλος, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάσσαξ -ᾱκος, ὁ [~ πάτταλος] Megarisch voor πάτταλος, (betekenis onzeker) tentharing\n of uiteinde van speer. Aristoph. Ach. 763.

Russian (Dvoretsky)

πάσσαξ: ᾱκος ὁ Arph. = πάσσαλος 1.