πραΰτροπος

Revision as of 02:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον,

   A gentle of mood, τὸ π. τοῦ λόγου Plu.2.493d (s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 697] von sanfter Sinnesart, Plut. de am. prol. 1.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱΰτροπος: -ον, πρᾶος τοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 493D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a le caractère doux ; τὸ πραΰτροπον PLUT le bon caractère.
Étymologie: πραΰς, τρόπος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πράος, ήπιος στους τρόπους
2. (και σχετικά με λόγο) γλυκός, ήμερος («τὸ πραΰτροπον τοῡ λόγου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του πρᾶος + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ποικιλό-τροπος].

Russian (Dvoretsky)

πρᾱΰτροπος: мягкосердечный, добродушный, ласковый Plut.