προκατέχω
English (LSJ)
A hold or gain possession of beforehand, preoccupy, τὴν πόλιν Th.4.105; τὸ ἄκρον X.HG5.4.59; τὸν διάπλουν Plb.1.61.1; τὰς παρόδους Plu.Nic. 26; διὰ τὸ προκατεσχῆσθαι φρουρᾷ [τὴν ἄκραν Plb.8.31.1: simply, occupy, ὃν προκατεῖχε τόπον Ael.Tact.25.7:—Med., hold down before oneself, προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην h.Cer.197: metaph. in Pass., to be prejudiced, π. εὐνοίᾳ Plb.8.31.3,27.4.9, cf. 9.31.2; διαβολαῖς Phalar.Ep.56. 2 Pass., to be predetermined, ὑφ' ἑτέρας αἰτίας Diogenian.Epicur.3.60. II intr., to be superior, ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς δόξαις Plb.27.15.7; ἀγέλης to be leaders of the herd, of bulls, Jul. Or.6.200d.
German (Pape)
[Seite 729] (s. ἔχω), vorhalten; med., προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην, H. h. Cer. 197, sie hielt vor sich den Schleier herunter; vorher einnehmen, besetzt haben, προκατασχεῖν τὴν πόλιν, Thuc. 4, 105; διὰ τὸ προκατεσχῆσθαι φρουρᾷ τὴν ἄκραν, Pol. 8, 33, 1. – Wie προέχω, den Vorzug haben, übertreffen, οἱ προκατέχοντες ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς δόξαις, Pol. 27, 13, 7.
Greek (Liddell-Scott)
προκατέχω: κατέχω ἢ καταλαμβάνω τι ἐκ τῶν προτέρων, προκαταλαμβάνω, τὴν πόλιν Θουκ. 4. 105· τὸ ἄκρον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 59· τὸν διάπλουν Πολύβ. 1. 61, 1· τὰς παρόδους Πλουτ. Νικ. 26· διὰ τὸ προκατεσχῆσθαι τὴν ἄκραν Πολύβ. 8. 33, 1. ― Μέσ., κατέχω, ἢ κρατῶ τι ἐμπρὸς μου, προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 197· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., πρ. εὐνοίᾳ, διαβολαῖς Πολύβ. 8. 33, 3, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ἀνώτερος, τινί, εἴς τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 27. 13, 7, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ.
French (Bailly abrégé)
f. προκαθέξω, ao.2 προκατέσχον, etc.
occuper auparavant (une ville, une hauteur, etc.), acc..
Étymologie: πρό, κατέχω.
Greek Monolingual
Α
1. κατέχω ή αποκτώ εκ τών προτέρων
2. προκαταλαμβάνω, προκυριεύω («προκατέχειν τὸ ἄκρον», Ξεν.)
3. (σχετικά με τόπο) είμαι εγκατεστημένος, βρίσκομαι σε ένα μέρος («ὃν προκατεῑχε τόπον», Αιλ. Τακτ.)
4. υπερτερώ, προηγούμαι από άλλον σε κάτι («οἱ προκατέχοντες ταῑς ἡλικίαις καὶ ταῑς δόξαις», Πολ.)
5. (για αγελαία ζώα) είμαι οδηγός της αγέλης
6. μέσ. προκατέχομαι
κρατώ κάτι μπροστά μου, μπροστά από το πρόσωπό μου («προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην», Ύμν. Δημ.)
7. παθ. α) προκαθορίζομαι, είμαι αποτέλεσμα ενός πράγματος («προκατέχεσθαι ὑφ' ἑτέρας αἰτίας», Διογ.)
β) μτφ. προκαταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από προκαταλήψεις.
Greek Monotonic
προκατέχω: μτχ. -καθέξω, κατέχω ή κερδίζω θέση εκ των προτέρων, προκαταλαμβάνω, σε Θουκ., Ξεν. — Μέσ., κρατώ κάτι μπροστά μου από πριν, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
προκατέχω: 1) med. держать перед собой (καλύπτρην χερσί HH);
2) раньше занимать, захватывать (τὴν πόλιν Thuc.; τὴν ἄκραν Polyb.);
3) перен. завладевать, приковывать (χάρισι καὶ σπουδαῖς τινα Plut.): προκατεσχῆσθαί τινι πρός τινα Polyb. быть связанным в силу чего-л. с кем-л.;
4) превосходить (ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς δόξαις Polyb.).