προβατογνώμων

Revision as of 02:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A good judge of cattle: metaph., good judge of character, A.Ag.795 (anap.).

German (Pape)

[Seite 711] ον, die Heerde beurtheilend, kennend, übertr., ὅστις δ' ἀγαθὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαθεῖν ὄμματα φωτός, Aesch. Ag. 769, wer ein guter Hirte des Volks ist und es kennt.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτογνώμων: -ον, ὁ ἱκανὸς περὶ τὴν διάγνωσιν τῶν προβάτων, ἔμπειρος κριτὴς αὐτῶν· μεταφορ., ἔμπειρος κριτὴς χαρακτῆρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 795· πρβλ. ἱππογνώμων.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui se connaît en moutons ; fig. qui se connaît en hommes, bon pasteur de peuples.
Étymologie: πρόβατον, γιγνώσκω.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. ο ειδικός για τα πρόβατα και τα ποίμνια, αυτός που γνωρίζει και διακρίνει τα πρόβατα
2. μτφ. ο έμπειρος κριτής χαρακτήρα («ὅστις δ' ἀγαθὸς προβατογνώμων, οὐκ ἔστι λαθεῑν ὄμματα φωτός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. πραγματο-γνώμων.

Greek Monotonic

προβᾰτογνώμων: -ον, καλός στη διαλογή των προβάτων· μεταφ., έμπειρος κριτής χαρακτήρων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰτογνώμων: ονος ὁ знаток паствы, опытный пастырь Aesch.