προνήχομαι

Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A swim before, Plu.2.980f, Ael.NA10.8: c. gen., τοῦ στόλου Plu.2.984a.

German (Pape)

[Seite 735] vor-, vorausschwimmen; Plut. sol. an. 31; τοῦ στόλου, 36.

Greek (Liddell-Scott)

προνήχομαι: ἀποθετ., νήχομαι πρό τινος, Πλούτ. 2. 980F μετὰ γεν., προνήχεται τοῦ στόλου 984Α.

French (Bailly abrégé)

nager en avant de, gén..
Étymologie: πρό, νήχομαι.

Greek Monolingual

Α
κολυμπώ μπροστά από άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + νήχω, -ομαι «κολυμπώ, πλέω»].

Russian (Dvoretsky)

προνήχομαι: плыть впереди (τοῦ στόλου Plut.).