Σιδονίηθεν

Revision as of 03:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Adv.

   A from Sidon, Il.6.291.

Greek (Liddell-Scott)

Σῑδονίηθεν: Ἐπιρρ., ἐκ τῆς Σιδῶνος, Ἰλ. Ζ. 291.

French (Bailly abrégé)

adv.
de Sidon.
Étymologie: Σιδών.

Greek Monotonic

Σῑδονίηθεν: (Σιδών), επίρρ., από τη Σιδώνα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

Σῑδονίηθεν: adv. из Сидонии Hom.