σκιμβάζω
English (LSJ)
A halt, limp, Ar.Fr.853; cf. κιμβάζω, ὀκιμβάζω.
German (Pape)
[Seite 899] att. statt κιμβάζω, ὀκιμβάζω, hinken, hocken, niederkauern, B. A. 452, Ar. bei Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σκιμβάζω: χωλαίνω, ὀκλάζω, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 678· ὡσαύτως κιμβάζω, ὀκιμβάζω, Ἡσύχ., ὅστις ἀναφέρει καὶ τὸ ἐπίθετον σκιμβός, ή, όν, χωλός, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 254.
Greek Monolingual
και κιμβάζω και ὀκιμβάζω Α
λυγίζω τα γόνατά μου, οκλάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιμβός. Το ρ. εμφανίζει και τους δυσερμήνευτους τ. κιμβάζω και ὀκιμβάζω.
Russian (Dvoretsky)
σκιμβάζω: хромать, ковылять Arph.