συνόλως

Revision as of 04:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Greek (Liddell-Scott)

συνόλως: ἴδε σύνολος ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

adv.
en somme, au total.
Étymologie: σύνολος.

Greek Monolingual

Α
βλ. σύνολος.

Russian (Dvoretsky)

συνόλως: в целом, вообще Isocr.