σχίζω

Revision as of 04:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

Hdt.2.17, S.El.99 (anap.), etc.: poet. impf.

   A σχίζον Pi.P. 4.228: fut. σχίσω LXX Su.55: aor. ἔσχισα Od.4.507 (ἀπο-), h.Merc. 128, etc., Ep. σχίσσα Hes.Sc.428:—Pass., fut. σχισθήσομαι LXX Za. 14.4: pf. ἔσχισμαι (v. infr.):—split, cleave, ῥινὸν ὀνύχεσσι Hes. l.c.; ἔσχισε δώδεκα μοίρας, i.e. divided them into twelve parts, h.Merc.l.c.; σ. νῶτον γᾶς, of the plough, Pi. l.c.; σχίσσαις κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα Id.N.9.24; ποδὶ γᾶν Id.Fr.167; κάρα πελέκει S. l.c.; esp. of wood, X.An. 1.5.12, etc.; of the wind, σ. περὶ πρῷραν τὰ κύματα Simon.25 (dub.); but πρῷρα σ. τὸ κῦμα Luc.Am.6; [θάλασσα] σχιζομένη ταῖς κώπαις Placit.3.3.2; ἔσχισε νῆα θάλασσα shattered it, AP9.40 (Zos.); σ. ὑποδήματα cut out, opp. νευρορραφεῖν, X.Cyr.8.2.5 (cf. πρόσχισμα); tear, ἱμάτιον Gloss.; τριβώνιον ἐσχισμένον BGU928.20,22 (iii A.D.); οἱ ἀποθανόντες ἐσχισμένοις ἐνειλοῦνται ῥάκεσιν ὡς καὶ τὰ βρέφη Artem.1.13.    2 generally, part, separate, divide, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Hdt.l.c., cf. 4.49; σ. διχῇ τὸ γένος Pl.Sph.264d; κατὰ μῆκος Id.Ti.36b; σ. τὰς φλέβας divide them, ib.77d:—Pass., σχισθέντα A.Ag.623; φλὲψ σχιζομένη Hp.Art.20; ἐσχίσθη ὁ ποταμός Hdt.1.75; Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς branches into three channels, Id.2.17, cf. 15 (so ὁ λύχνος ἔσχισται διδύμην φλόγα AP12.199 (Strat.)); περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα Pl.Ti.21e; σχιζομένης τῆς ὁδοῦ Hdt.7.31; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο the army divided, Id.8.34; of a bird's wings (cf. σχιζόπτερος), Arist.PA642b28; of feet divided into toes (cf. σχιζόπους), Id.HA494a12; and of various parts of the body, ib.495b4, 507a13; branch off, ἀπὸ [τοῦ στελέχους] Thphr.HP1.1.9; φύλλα ἐσχισμένα εἰς έ μοίρας Dsc.4.41.    3 σχίζειν γάλα make milk curdle, i. e. separate the whey from the curds, Id.2.70; cf. σχίσις 2.    II metaph. of divided opinions, σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι Hdt.7.219, cf. X.Smp.4.59; ἐσχίσθησαν ταῖς γνώμαις Gal. 16.728. (Cf. Lat. scindo, Goth. skaidan 'separate', etc.)

German (Pape)

[Seite 1056] (scindo, scheiden), spalten, zerspalten, zersplittern, Od. 4, 507; zerreißen, Hes. Sc. 428; νῶτον γᾶς, Pind. P. 4, 228; σχίσσεν κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα, N. 9, 24; übh. scheiden, theilen, zertheilen, zerlegen, zerschneiden, trennen, sondern; H. h. Merc. 128; Aesch. Ag. 699; σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει, Soph. El. 99; u. in Prosa: Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων, Her. 2, 17; u. ebendaselbst pass., Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς, er spaltet sich in drei Wege, Arme; σχιζομένη ὁδός, 7, 31, wie περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα, Plat. Tim. 21 e; σχίζεται εἰς δύο μέρη ἡ ῥύσις τοῦ ποταμοῦ, Pol. 2, 16, 11; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, das Heer theilte sich, Her. 8, 34; u. übertr., ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι, ihre Meinungen theilten sich, 7, 219; κατὰ μῆκος σχίσας, Plat. Tim. 36 b; ἑκάτερον τῶν σχισθέντων, Polit. 263 a; τὸ γάλα, die Milch gerinnen machen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σχίζω: μέλλ. -ίσω [ῐ]· Ἐπικ. ἀόρ. σχίσσα. ― Παθητ., πρκμ. ἔσχισμαι. (Ἐκ τῆς √ΣΚΙΔ ἢ ΣΧΙΔ παράγονται καὶ τὰ σχίδη, σχίδαξ, σχίζα, σχινδάλαμος ἢ σκινδαλμός· ἐν τῇ Σανσκρ. τὸ s ἐξαφανίζεται, ΄khid, ΄khinad-mi, ΄khind-âmi (discerpo)· Λατ. scind-o, scid-i, caed-o, cecid-i· Γοτθ. skaid-a (χωρίζω)· Ἀρχ. Σκανδιν. skid (hgnum fi sum)· Ἀρχ. Γερμαν. sceit (discissio) Λιθ. skëdz-u (dividere).) Ὡς καὶ νῦν, σχίζω, χωρίζω (πρβλ. ἀποσχίζω), ῥινὸν ὀνύχεσσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 428· ἔσχισε δώδεκα μοίρας, δηλ. διῄρεσεν εἰς δώδεκα μέρη, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 128· σχ. νῶτον γαίας, ἐπὶ τοῦ ἀρότρου, Πινδ. Π. 4. 406· σχίσσε κεραυνῷ Ζεὺς χθόνα ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 59· ποδὶ γᾶν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 148 κάρα πελέκει Σοφ. Ἠλ. 99· μάλιστα ἐπὶ ξύλου, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12, κτλ.· ― ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, σχ. περὶ πρωΐαν τὰ κύματα Σιμωνίδ. 32· ἀλλά, πρῷρα σχ. τὸ κῦμα Λουκ. Ἔρωτ. 6· θάλασσα σχ. νῆα, κατασυντρίβει αὐτήν, Ἀνθ. Π. 9. 40· ― σχ. ὑποδήματα, κόπτω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ νευρορραφεῖν, Ξενοφ. Κύρ. 8. 2, 5, πρβλ. πρόσχισμα. 2) καθόλου, διαχωρίζω, διατέμνω, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Ἡρόδ. 2. 17, πρβλ. 4. 49· σχ. διχῇ Πλάτ. Σοφ. 264Ε· κατὰ μῆκος ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 36Β· σχ. τὰς φλέβας, διαιρῶ αὐτάς, αὐτόθι 77D. ― Παθ., σχισθέντα Αἰσχύλ. Ἀγ. 623 φλὲψ σχιζομένη Ἱππ. π. Ἄρθρ. 795· ἐσχίσθη ὁ ποταμὸς Ἡρόδ. 1. 75· Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς, διαιρεῖται εἰς τρία μέρη, εἰς τρία ῥεύματα, ὁ αὐτ. 2. 17, πρβλ. 15· (οὕτω, ὁ λύχνος ἔσχισται διδύμην φλόγα Ἀνθολ. Π. 12. 199)· περὶ ὃ σχίζεται τὸ τοῦ Νείλου ῥεῦμα Πλάτ. Τίμ. 2 Ε· σχιζομένη ὁδὸς Ἡρόδ. 7. 31· ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο, διῃρεῖτο, ὁ αὐτ. 8. 34· ἐσχίζοντο σφέων αἱ γνῶμαι, διῃροῦντο, ὁ αὐτ. 7. 219, πρβλ. Ξεν. Συμπ. 4, 59· ― ἐπὶ τῶν πτερύγων πτηνοῦ (πρβλ. σχιζόπτερος), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 2· ἐπὶ ποδῶν ὧν οἱ δάκτυλοί εἰσι κεχωρισμένοι (πρβλ. σχιζόπους), ὁ αὐτ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 6 καὶ ἐπὶ διαφόρων μερῶν τοῦ σώματος, αὐτόθι 1. 16, 12., 2. 17. 2, κ. ἀλλ. ― ἀποχωρίζομαι ὡς κλάδος ἰδιαίτερος, ἀπὸ τοῦ στελέχους Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 1, 9· φύλλα ἐσχισμένα εἰς ε΄ μοίρας Διοσκ. 4. 41. 3) σχίζω γάλα, κάμνω τὸ γάλα νὰ πήξῃ καὶ διαχωρισθῇ χωρίζω τὴν τυρώδη οὐσίαν ἀπὸ τοῦ ὀροῦ, Διοσκ. 2. 77· οὕτω, γάλα σχιστὸν αὐτόθι, πρβλ. σχίσις 2. ― Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σ. 196.

French (Bailly abrégé)

f. σχίσω, ao. ἔσχισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐσχίσθην, pf. ἔσχισμαι;
fendre, séparer en fendant :
1 avec idée de violence κάρα πελέκει SOPH fendre la tête d’un coup de hache ; ξύλα XÉN fendre du bois;
2 sans idée de violence fendre, séparer, partager en deux : Νεῖλος σχίζει μέσην Αἴγυπτον HDT le Nil partage l’Égypte en deux moitiés ; Pass. se fendre, se séparer, se diviser en parl. d’une route, etc. ; ἡ στρατιὴ ἐσχίζετο HDT l’armée se divisa ; fig. ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι HDT leurs opinions se partageaient, ils étaient divisés dans leurs décisions.
Étymologie: R. Σχιδ, fendre ; cf. lat. scindo, caedo.

English (Autenrieth)

(cf. scindo), aor. ἔσχισεν: cleave, split, Od. 4.507.

English (Slater)

σχίζω
   1 cut open ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα (N. 9.24) Καινεὺς σχᾰσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν when he was driven into the ground by the Centaurs Θρ. 6. 8. in tmesis, v. ἀνασχίζω (P. 4.228)

Spanish

dividir, separar

English (Strong)

apparently a primary verb; to split or sever (literally or figuratively): break, divide, open, rend, make a rent.

English (Thayer)

(R G L marginal reading)); future (σχίσω (L text T Tr text WH (cf. Buttmann, 37 (32 f))); 1st aorist ἐσχισα; passive, present participle σχιζόμενος; 1st aorist ἐσχίσθην; (allied with Latin scindo, caedo, etc. (cf. Curtius, § 295)); from (Homer h. Merc.)) Hesiod down; the Sept. several times for בָּקַע , קָרַע ; to cleave, cleave asunder, rend: τί, αἱ πέτραι, οἱ οὐρανοί, τό καταπέτασμα, εἰς δύο added, into two parts, in twain (εἰς δύο μέρη, of a river, Polybius 2,16, 11)), τό δίκτυον, to divide by rending, τί, to be split into factions, be divided: Xenophon, conv. 4,59; τοῦ πλήθους σχιζομενου κατά αἵρεσιν, Diodorus 12,66).

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σκίζω Ν
1. διανοίγω, κόβω κάτι κατά μήκος, συνήθως με βίαιο τρόπο, χωρίζω σε δύο ή περισσότερα τμήματα (α. «σχίζω ξύλα για το τζάκι» β. «τῶν δὲ Μένωνος στρατιωτῶν ξύλα σχίζων τις», Ξεν.)
2. μτφ. διέρχομαι μέσα από κάτι με μεγάλη ταχύτητα σαν να το χωρίζω στα δύο (α. «το πλοίο έσχιζε τα ήσυχα νερά της θάλασσας» β. «[[[θάλασσα]]] οχιζομένη ταῑς κώπαις», Πλούτ.)
3. (μέσ. και παθ.) σχίζομαι
διαχωρίζομαι κατά μήκος, διακλαδίζομαι
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σχισμένος -η, -ο και ἐσχισμένος, -η, -ον
(για ένδυμα ή για υπόδημα) αυτός που έχει τρύπες (α. «σχισμένα παπούτσια» β. «τριβώνιον ἐσχισμένον», πάπ.)
νεοελλ.
1. ανοίγω ρωγμή («ο σεισμός έσχισε τις πέτρες»)
2. προξενώ τραύμα σε κάποιον, πληγώνω («έσκισε τα πόδια της»)
3. διαπερνώ, διατρυπώ («τα πουλιά έσχιζαν τον αέρα»)
4. μέσ. α) διαμαρτύρομαι έντονα («σχίζεται κάθε φορά που λένε κάτι για τον άντρα της»)
β) μτφ. καταβάλλω υπεράνθρωπες προσπάθειες, αγωνίζομαι με πάθος για κάποιον ή για κάτι («σχίζεται να μέ περιποιηθεί κάθε φορά που πάω σπίτι της»)
5. φρ. α) «σκίζει τα ρούχα του»
μτφ. αποποιείται με έντονο τρόπο ενοχή που αποδίδεται σε αυτόν
β) «σκίζω τη γάτα»
μτφ. (για άνδρα) επιβάλλομαι στη γυναίκα, τήν κάνω να μέ φοβάται
αρχ.
1. χωρίζω κάτι στα δύο καθώς το διασχίζω («Νεῑλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων», Ηρόδ.)
2. (σε φυτά ή δένδρα) αποχωρίζομαι ως ξεχωριστός κλάδος («σχίζεσθαι ἀπὸ τοῡ στελέχους», Θεόφρ.)
3. παθ. (για στρατιά) διαιρούμαι («στρατιὴ ἐσχίζετο», Ηρόδ.)
4. μτφ. διίσταμαι, διαφωνῶ («ἐσχίσθησαν ταῑς γνώμαις», Γαλ.)
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) χαρακτηρισμός τών φτερών πτηνών, τών ποδιών διαφόρων ζώων καθώς και διαφόρων μερών του σώματός τους
6. φρ. α) «σχίζω τὰς φλέβας» — διαιρώ τις φλέβες (ΓΊλάτ.)
β) «σχίζω γάλα» — πήζω γάλα, διαχωρίζω την τυρώδη ουσία από τον ορό (Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σχίζω (< σχίδ-)ώ) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα skei-d- (με οδοντική παρέκταση) «σχίζω, τέμνω, τεμαχίζω» και εμφανίζει δασύ εκφραστικό σύμφωνο -χ- αντί του κλειστού ινδοευρωπαϊκοῡ -k-. Αρχικός τ. του συστήματος θεωρείται ο αόρ. -σχισα (< ἔσχιδ-σα) από τον οποίο σχηματίστηκε ο ενεστ. με επίθημα - και υπόλοιποι τ. (πρβλ. σχίσμα, σχιστός, ἀποσχίς, -ίδος, σχίζα, σχίδα, σχίδαξ). Το ρ. σχίζω συνδέεται με το λατ. scin-do (που εμφανίζει κλειστό σύμφωνο -c-και εκφραστικό έρρινο ένθημα) και το αρχ. ινδ. chi-n-ad-mi (με επίσης έρρινο ένθημα). Το κλειστό ουρανικό σύμφωνο και το έρρινο ένθημα της Λατινικής εμφανίζουν στην Ελληνική οι εκφραστικοί τ. σκι-ν-δάλαμος (πρβλ. κάλαμος), σκι-ν-δ-αλμός (πρβλ. οφθαλμός, σκαλμός), σκι-ν-δ-ύλιον (πρβλ. εἰδ-ύλιον), απ' όπου τα ἀνα-σχινδυλεύω και σχινδύλη, σχινδύλησις (για τους τ. σκιδαρόν και σκοῖδος βλ. τα αντίστοιχα λήμματα). Από το θ. του ρ. σχίζω έχει πλαστεί μια σειρά ξεν. επιστημον. όρων που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (λ.χ. σχίζογαμία, πρβλ. αγγλ. schizogamy, σχιζοφρενία, πρβλ. αγγλ. schizophrenia κ.ά.).
ΠΑΡ. σχίδαξ(-ακας), σχίζα, σχίσμα, σχισμή, σχισμός, σχίστης, σχιστός
αρχ.
σχίδα, σχίδος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. σχιζόπους, σχιζόπτερος
νεοελλ.
σχίζανθος, σχιζογαμία, σχιζογραφία, σχιζοειδής, σχιζοθυμία, σχιζομύκητες, σχιζοπροσωπία, σχιζοτριχία, σχιζοφασία, σχιζοφρενία. (Β' συνθετικό) αποσχίζω, διασχίζω, εκσχίζω, κατασχίζω
αρχ.
ανασχίζω, ενσχίζω, επισχίζω, παρασχίζω, περισχίζω, προσχίζω, συσχίζω, υποσχίζω
νεοελλ.
ξανασχίζω, ξεσχίζω].

Greek Monotonic

σχίζω: (√ΣΧΙΔ), μέλ. -ίσω [ῐ], αόρ. αʹ ἔσχῐσα· Επικ. σχίσσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐσχίσθην, παρακ. ἔσχισμαι·
1. σχίζω, διαιρώ, χωρίζω, διαχωρίζω, κόβω, σε Ησίοδ.· ἔσχισε δώδεκα μοίρας, δηλ. διήρεσε σε δώδεκα μέρη, σε Ομηρ. Ύμν.· σχίζωκάρα πελέκει, σε Σοφ.
2. γενικά, μερίζω, διαχωρίζω, κομματιάζω, διατέμνω· Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων, σε Ηρόδ. — Παθ., ἐσχίσθη ὁ ποταμός, στον ίδ.· Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς, διακλαδώνεται σε τρία ρεύματα, τρεις παραποτάμους, στον ίδ.· σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι, οι απόψεις τους μοιράζονταν, διίσταντο, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχίζω poët. imperf. σχίζον met acc. splijten, klieven:. σχίζουσι κάρα φονίῳ πελέκει zij spleten zijn hoofd met een moorddadige bijl Soph. El. 99; ξύλα σχίζων τις iemand die stukken hout aan het klieven was Xen. An. 1.5.12. splitsen, verdelen:. μέσην Αἴγυπτον σχίζων Egypte in twee delen splitsend Hdt. 2.17.3; σχίζοντες διχῇ in tweeën delend Plat. Sph. 264d. pass. intrans. zich splitsen; κατὰ τὴν φλέβα τὴν κατὰ βραχίονα σχιζομένην bij de ader die zich in de bovenarm splitst Hp. Art. 20; met acc. v. h. inw. obj..; Νεῖλος... σχίζεται τριφασίας ὀδούς de Nijl splitst zich in drie waterwegen Hdt. 2.17.3; overdr.. σφεων ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι hun meningen liepen uiteen Hdt. 4.119.1.

Russian (Dvoretsky)

σχίζω: (fut. σχίσω, aor. ἔσχισα; pass.: aor. ἐσχίσθην, pf. ἔσχισμαι)
1) разрывать (ὀνύχεσσι Hes.; τὸ καταπέτασμα ἐσχίσθη εἰς δύο NT);
2) рассекать, разрубать (κάρα πελέκει Soph.; σ. δώδεκα μοίρας HH);
3) раскалывать, колоть (ξύλα Xen.);
4) разрезать, взрывать, вспахивать (νῶτον γᾶς Pind.);
5) расщеплять, разделять: Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Her. Нил, разделяющий Египет посредине; σχίσαι περὶ τὴν κεφαλὴν τὰς φλέβας Plat. окружить голову сетью кровеносных сосудов; ἐσχίσθη ὁ ποταμός Her. река разделилась; ἐσχιζομένη ὁδός Her. распутье; ἐσχίζοντο αἱ γνῶμαι Her. мнения разделились или разошлись.