τέκνωσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A begetting, bearing, τέκνωσιν ποιεῖσθαι to have children, Th.2.44; γίγνεται ἡ τ. τινός Agathocl.2; τὴν τ. ποιεῖσθαι, of birds, Arist.HA618a26. II adoption, D.S.4.39.
German (Pape)
[Seite 1083] ἡ, das Kindererzeugen, Gebären, τέκνωσιν ποιεῖσθαι, = τεκνοῦν, Thuc. 2, 44. – Auch das an Kindesstatt Annehmen, Adoptiren, D. Sic. 4, 39.
Greek (Liddell-Scott)
τέκνωσις: -εως, ἡ, τὸ γεννᾶν, τίκτειν, τέκνωσιν ποιοῦμαι, τεκνοποιοῦμαι, κτῶμαι τέκνα, Θουκ. 2. 44· γίγνεται ἡ τ. τινος Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 375F· - τὴν τ. ποιεῖσθαι, ἐπὶ πτηνῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 29, 4. ΙΙ. Υἱοθεσία, Διόδ. 4. 39, 67.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
procréation, enfantement : τέκνωσιν ποιεῖσθαι THC mettre des enfants au monde.
Étymologie: τεκνόω.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α τεκνῶ
1. απόκτηση τέκνων
2. υιοθεσία.
Greek Monotonic
τέκνωσις: -εως, ἡ, γέννηση, απόκτηση παιδιών, τέκνωσιν ποιεῖσθαι, έχω παιδιά, αποκτώ τέκνα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
τέκνωσις: εως ἡ1) деторождение: τέκνωσιν ποιεῖσθαι Thuc. производить на свет детей или Arst. детенышей;
2) усыновление Diod.