τρέχνος

Revision as of 04:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

εος, τό,

   A = τέρχνος, a twig, AP15.25.6 (Besant.Ara), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1138] τό, dor, = τέρχνος, Dosiad. ara (XV, 25).

Greek (Liddell-Scott)

τρέχνος: -εος, τό, = τέρχνος, Ἀνθ. Π. 15. 25. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τρέχνος· στέλεχος, κλάδος, φυτόν, βλάστημα».

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
dor. c. τέρχνος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. τέρχνος.

Greek Monotonic

τρέχνος: -εος, τό, κλαδάκι, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

τρέχνος: εος τό дор. ветвь, ветка Anth.