Τύριος

Revision as of 04:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

[ῠ], α, ον,

   A Tyrian, Hdt.2.112, etc.; πορφύρα PHolm.26.8,23.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Tyr, tyrien.
Étymologie: Τύρος.

English (Strong)

from Τύρος; a Tyrian, i.e. inhabitant of Tyrus: of Tyre.

English (Thayer)

Τύριου, ὁ, ἡ, a Tyrian, inhabitant of Tyre: Herodotus, others.))

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α Τύρος
1. κάτοικος της πόλης Τύρου
2. αυτός που κατάγεται από την Τύρο
3. ως προσηγ. αυτός που προέρχεται από την Τύρο.

Greek Monotonic

Τύριος: -α, -ον (Τύρος), αυτός που προέρχεται από την Τύρο, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Τύριος: (ῠ) тирский Her., Trag.
II ὁ тириец Her., Arst.