ὑπερκύπτω

Revision as of 05:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A pop one's head up, bob up, peep over, Hom.Epigr.14.22, J.AJ12.7.4; ἐπὶ δένδρεόν τι ἀμβὰς ὑπερέκυπτε εἰς τὸ ἄβατον IG 42(1).121.91 (Epid., iv B. C.); ὑπερκύψας . . κατεῖδον Pl.Euthd.271a; (the cake) ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ Nicostr.Com.15; τοῦ στομίον Luc. Luct.16; ἀνανήξασθαι καὶ ὑπερκῦψαι (sc. κλύδωνος) Ph.1.210, cf. 2.85; of water-plants, τοῦ ὕδατος Dsc.4.100, cf. 113; of a muscle, emerge, come to the surface, Gal.UP11.3,5; ὑπερκύπτει τις [τῶν φρενῶν] μοῖρα πρὸς ὑποχόνδριον οἷν χάραξ ib.7.21: c. acc., τὴν κυρτότητα τῆς θαλάττης look over the top of, Theo Sm.p.123 H.    2 command a view of, σκοπιάν, ἢ ὑπερκύπτει τὸν οὐρανόν Them.Or.23.293b.    II put one's head over, c. acc., ταῦρον . . μέγαν, ὃς ὑπερκύψας τὸ Ταΰγετον ἀπὸ τοῦ Εὐρώτα πίεται Plu.Lyc.15; ὅταν ὑπερκύψη (sc. ἡ φλὲψ) τὸν ἀμνειόν when it passes the inner membrane, Gal.5.555: metaph., overtop, transcend, πολλῶν ὄλβον AP6.250 (Antiphil.); θεὸς ὑ. τὰς δυνάμεις ἑαυτοῦ Ph.1.173.

German (Pape)

[Seite 1198] sich darüber wegbücken, darüber wegsehen; Hom. ep. 14, 22; ὑπερκύψας κατεῖδον Plat. Euthyd. 271 a; hervorgucken, -ragen, τινός, über Etwas, Nicostrat. bei Ath. III, 111 c; Luc. de luct. 16; – darüber hinausgehen, übertreffen, ὄλβον πολλῶν Antiphil. 6 (VI, 250), u. a. Sp., wie Plut. Lyc. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκύπτω: κύπτω ὑπεράνω, προβάλλω τὴν κεφαλὴν ὑπεράνω ἵνα ἴδω, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 22· ὑπερκύψας... κατεῖδον Πλάτ. Εὐθύδ. 271Α· (ὁ πλακοῦς), τὸ δὲ πάχος ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ Νικόστρατ. ἐν «Κλίνῃ» 1. 2· τοῦ στομίου Λουκ. π. Πένθους 16. ΙΙ. βαίνω πέραν, ὑπερβαίνω, παραλείπω, μετ’ αἰτιατ., Ἀνθ. Π. 6. 250.

French (Bailly abrégé)

1 se pencher sur, se pencher pour regarder dans, gén.;
2 dépasser, surpasser, dominer, acc..
Étymologie: ὑπέρ, κύπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. προβάλλω, σηκώνω το κεφάλι πάνω από κάποιον ή από κάτι για να δω
2. έρχομαι στην επιφάνεια, αναδύομαι
αρχ.
1. εξέχω, προεξέχω
2. μτφ. υπερτερώ, υπερβαίνω («πᾱσαν τὴν αἰσθητὴν οὐσίαν ὑπερκύπτειν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κύπτω «σκύβω»].

Greek Monotonic

ὑπερκύπτω: μέλ. -ψω,
I. τεντώνομαι και κοιτώ πάνω από, σε Πλάτ.· με γεν., σε Λουκ.
II. βαδίζω πέρα από, υπερβαίνω, με αιτ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκύπτω: 1) наклоняться, нагибаться: ὑπερκύψας κατεῖδον Plat. перегнувшись, я увидел (следующее); τοῦ στομίου ὑπερκῦψαι Luc. высунуться из ворот, выглянуть за ворота;
2) превосходить (ὄλβον τινός Anth.).