ὑποκάτημαι
German (Pape)
[Seite 1219] ion. statt ὑποκάθημαι.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὑποκάθημαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. ὑποκάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκάτημαι: ион. = ὑποκάθημαι.
[Seite 1219] ion. statt ὑποκάθημαι.
ion. c. ὑποκάθημαι.
Α
ιων. τ. βλ. ὑποκάθημαι.
ὑποκάτημαι: ион. = ὑποκάθημαι.