φιληκοέω

Revision as of 05:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

   A to be attentive, Plb.3.57.4.

German (Pape)

[Seite 1277] gern zuhören, lesen, aufmerksam sein, Pol. 3, 57, 4 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐληκοέω: ἀγαπῶ νὰ ἀκούω, εἶμαι προσεκτικός, Πολύβ. 3, 57, 4.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
écouter volontiers, écouter avec attention.
Étymologie: φιλήκοος.

Greek Monotonic

φῐληκοέω: μέλ. -ήσω, είμαι προσηλωμένος, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

φιληκοέω: охотно или со вниманием слушать Polyb.