1ης (ἡ) :Chrysè :1 ion. c. Χρύσα;2 autre.2voc. de Χρύσης.
Chryse, a port in the Troad, with a temple of Apollo, Il. 1.37, 100, 390, 431, 451.
Χρύση: I (ῡ) ἡ ион. = Χρύσα.II (ῡ) voc. к Χρύσης.