κεντουρίων

Revision as of 07:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Greek Monolingual

κεντουρίων και κεντυρίων, ὁ (ΑΜ)
εκατόνταρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. centurio, -onis].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεντο(υ)ρίων -ωνος, ὁ, ook κεντυρίων, Lat. centurion (Romeins legerofficier).