κναφευτική
Russian (Dvoretsky)
κνᾰφευτική: ἡ (sc. τέχνη) валяльное искусство Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κναφευτική -ῆς, ἡ [κναφεύω] ( sc. τέχνη) vollersambacht.
κνᾰφευτική: ἡ (sc. τέχνη) валяльное искусство Plat.
κναφευτική -ῆς, ἡ [κναφεύω] ( sc. τέχνη) vollersambacht.