πιπίζω
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
πῑπίζω: τῷ ἑπομ. Ἰω. Μαλαλ. 210, 14. ΙΙ. = πιπίζω, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
(I)
και πιπιρίζω, Ν, πιππίζω Α
(για νεοσσούς) εκβάλλω φωνή όμοια με τους φθόγγους πι πι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. έχουν σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. λατ, pipilo, pipio, γερμ. piepen) βλ. και λ. πιπώ.———————— (II)
Μ
πιπίσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πιπί-σκω με κατάλ. -ζω].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιπίζω, onomat., piepen.