προφύλαξ

Revision as of 08:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

German (Pape)

[Seite 798] ακος, ὁ, Vorwächter, Vorposten; Thuc. 3, 112; Xen. An. 2, 3, 1; Folgde; auch als fem., Eratosth. Cataster. c. 22.

Greek (Liddell-Scott)

προφύλαξ: [ῠ], -ᾱκος, ὁ, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες, = αἱ προφυλακαὶ Θουκ. 3. 112, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 15, κτλ. ΙΙ. ἀξιωματικὸς φρουρῶν, Αἰν. Τακτ. 22· - ὡσαύτως ὡς θηλ., γραίας προφύλακας Ἐρατοσθ. Καταστ. 22, σ. 117 ἔκδ. Gal.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
garde d’avant-poste, vedette.
Étymologie: πρό, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ἡ, ΝΑ φύλαξ, -ακος]
1. στρατιώτης μονάδας προφυλακής (α. «θανατώνουν... τρεις προφύλακας», Ζαλοκ.
β. «ἠρώτησε τοὺς προφύλακας», Ξεν.)
αρχ.
1. αξιωματικός φρουράς
2. προσωνυμία του Απόλλωνος («προφύλαξ Ἀπόλλων», επιγρ.)
3. στον πληθ. οἱ προφύλακες
οι προφυλακές, οι μονάδες προφυλακής.

Greek Monotonic

προφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, εμπροσθοφύλακας, ιχνηλάτης, πρόσκοπος· οἱ προφύλακες = αἱ προφυλακαί, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

προφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ передовой пост Thuc., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προφύλαξ -ακος, ὁ [πρό, φύλαξ] wachter op voorpost.