συνεπικρίνω

Revision as of 13:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")

English (LSJ)

[ῑ],

   A help to judge between, ἡμᾶς Pl.Lg.792c.    2 help to decide a matter, Plu.2.53b, Longin.1.2, Plot.2.1.6.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπικρίνω: [ῑ], βοηθῶ εἰς τὸ κρίνειν ἢ ἐπικρίνειν τινά, ὁμοῦ ἐν ταὐτῷ κρίνω, ξυνεπίκρινεν ἡμᾶς, τὰς θεωρίας ἢ τὰ φρονήματα ἡμῶν, Πλάτ. Νόμ. 792C. 2) βοηθῶ ὅπως ἀποφασισθῇ ὑπόθεσίς τις, συναποφασίζω, Πλούτ. 2. 53Β, Λογγῖν. 1. 2.

French (Bailly abrégé)

aider à décider une question.
Étymologie: σύν, ἐπικρίνω.

Greek Monolingual

Α ἐπικρίνω
1. επικρίνω κι εγώ κάποιον
2. συναποφασίζω για μια υπόθεση.

Russian (Dvoretsky)

συνεπικρίνω: (ρῑ) помогать судить Plut.: ξ. τινάς Plat. рассудить кого-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επικρίνω mede beoordelen.