δήλομαι

Revision as of 00:02, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

Dor. for βούλομαι, Theoc.5.27, Ti.Locr.94d, Archyt. ap. Stob.3.1.105, Plu.2.219d, Tab.Heracl.1.146, Chron.Lind.D.66, GDI 3585.18 (Calymna): also Elean δηλόμηρ,

   A = βουλόμενος, Michel 1334.5.

German (Pape)

[Seite 560] dor. = βούλομαι; Theocr. 5, 27; Plut. Lac. apophth. p. 203.

Greek (Liddell-Scott)

δήλομαι: Δωρ. ἀντὶ τοῦ βούλομαι, Θεόκρ. 5. 27, Τίμ. Λοκρ. 94D, Ἀρχύτας παρὰ Στοβ. τ. 1. 70, Πλουτ. 2. 219D, Πίν. Ἡρακλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 146.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et inf. ao.
dor. c. βούλομαι vouloir.

Spanish (DGE)

v. βούλομαι.

Greek Monolingual

δήλομαι (Α)
δωρ. τ. αντί βούλομαι.

Greek Monotonic

δήλομαι: Δωρ. αντί βούλομαι, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δήλομαι, zie βούλομαι.

Russian (Dvoretsky)

δήλομαι: дор. Plat., Theocr., Plut. = βούλομαι.

Frisk Etymological English

(Dor.)
See also: s. βούλομαι.