κίχορα

Revision as of 04:10, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ων, τά,

   A chicory, Cichorium Intybus, Nic.Al.429:—also κιχόρη, ἡ, Thphr.HP7.7.1: κιχόριον, τό, ib.1.10.7, al. (= ἀναγαλλίς, Dsc.2.178, s.v.l.); so called in Egypt, Plin.HN19.129: in pl., Ar.Fr. 293 (nisi leg. κιχόρεια, cf. Lat.c[icaron]chorē). [ῑ Nic.l.c., perh. metri gr.]

German (Pape)

[Seite 1444] τά, Cichorien, Nic. Alex. 429.

Greek (Liddell-Scott)

κίχορα: -ων, τά, ἄγρια λάχανα, «ῥαδίκια», «πικραλίδες», Νικ. Ἀλ. 429· ― ὡσαύτως κιχόρεια, Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 281) παρὰ Φωτ., Πολυδ. Ϛ', 62, μετὰ διάφ. γραφ. κιχόρια, ἀλλὰ τὸ cichorēa παρ’ Ὁρατ. ἐπιβεβαιοῖ τὸ πρῶτον. Παρὰ Θεοφρ. καὶ Διοσκ. κιχώρη, ἡ, κιχώριον, τό, εἶναι μόνον ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ κιχόρη, κιχόριον. ῑ ἐν Νικ. ἔνθ. ἀνωτ.

Greek Monolingual

κίχορα, τὰ (Α)
το φυτό κιχόριοκίχορα καρδαμίδας τε», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική και κληρονόμησαν οι ρομανικές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. chicoree < λατ. cichorēa)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n. pl.
Meaning: chicory, Cichorium intybus. (Nic. Al. 429; ι, verse begin)
Other forms: κιχόρη f. (Thphr.), κιχόριον n. (Thphr., Dsc., Plin.), -ια pl. (Ar. Fr. 293; for -εια = Lat. cichorēa pl.?)
Origin: XX [etym. unknown], PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology. DNP s.v. cichorei calls it growing in the mediterranean area, so Pre-Greek? But one type would come from Egypt.