πίγγαλος
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A lizard, = χαλκίς, Hsch. πίγγαν· νεοσσίον, Ameriasap.Hsch.
German (Pape)
[Seite 612] ὁ, bei Hesych. σαῦρος, χαλκίς erklärt, vgl. πίνδαλος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χαλκίς», είδος σαύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μπορεί πιθ. να συνδεθεί με αρχ. ινδ. pingala- «κοκκινωπός, με χρώμα καφέ ανοιχτό» (με διαφορά στον τονισμό) και pinjara. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με την οικογένεια τών ποικίλος / πικρός].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: σαῦρος ὁ καλούμενος χαλκίς H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Identified with the semantically close Skt. (Ved.) pingalá- reddish, brown-yellow (Greek barytonesis substantivising; Prellwitz Glotta 19, 118). A variant is Skt. piñjára- reddish yellow, goldcoloured; further s. Mayrhofer s. vv. A formally comparable word (πίγγα?, πίγγαν?) seems to be found in the following gloss: πιγγανεόσ-σιον. Ἀμερίας γλαυκόν (which one corrects into πίγγαν νεόσσιον). Further s. ποικίλος. - Comparison with Sanskrit words of this kind are mostly unreliable.