σκιμβός

Revision as of 06:36, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A halt, Hsch., cf. Sch.Ar.Nu.254.

German (Pape)

[Seite 899] hinkend, hockend, kauernd, Hesych. Vgl. σκαμβός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
χωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. σκαμβός). Αμφίβολη είναι η σύνδεση της λ. με το αρχ. νορβ. skeifr «λοξά» (βλ. και λ. σκίψαι)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: = χωλός, σκαμβός (H., sch. Ar. Nu. 254).
Derivatives: σκιμβάζει χωλεύει (Ar. Fr. 853, H.), to which σκιμβασμός φιλήματος εἶδος H. Semant. unclear σκιμβάδες ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν, σκέπης χάριν H. Seemingly primary σκίψαι ὀκλάσαι. Ἀχαιοί H. -- Without σ-: κιμβάζει στραγγεύεται (στρατ- cod.) H.; ὀκιμ-βάζειν (ὀ- hardly from ὀκλάζειν?) διατρίβειν καὶ στραγγεύεσθαι (στρατ- cod.) H. (Phot.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Popular words, which cannot be exactly analysed; cf. σκαμβός wit furthr details. IE etymology (Germ., e.g. OWNo. skeifr slanting, Latv. šḱībs id.) in WP. 2, 546 (w. lit.), Pok. 922; to this Schwyzer 275 and 352. Farreaching combinations by Specht Ursprung 262 f. -- The word is clearly Pre-Greek (note the prenasalizatio), Furnée 154, 286.