σκιμβός
English (LSJ)
ή, όν,
A halt, Hsch., cf. Sch.Ar.Nu.254.
German (Pape)
[Seite 899] hinkend, hockend, kauernd, Hesych. Vgl. σκαμβός.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
χωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (πρβλ. σκαμβός). Αμφίβολη είναι η σύνδεση της λ. με το αρχ. νορβ. skeifr «λοξά» (βλ. και λ. σκίψαι)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: = χωλός, σκαμβός (H., sch. Ar. Nu. 254).
Derivatives: σκιμβάζει χωλεύει (Ar. Fr. 853, H.), to which σκιμβασμός φιλήματος εἶδος H. Semant. unclear σκιμβάδες ὕλη εὔθετος εἰς τοίχων ἐπίθεσιν, σκέπης χάριν H. Seemingly primary σκίψαι ὀκλάσαι. Ἀχαιοί H. -- Without σ-: κιμβάζει στραγγεύεται (στρατ- cod.) H.; ὀκιμ-βάζειν (ὀ- hardly from ὀκλάζειν?) διατρίβειν καὶ στραγγεύεσθαι (στρατ- cod.) H. (Phot.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Popular words, which cannot be exactly analysed; cf. σκαμβός wit furthr details. IE etymology (Germ., e.g. OWNo. skeifr slanting, Latv. šḱībs id.) in WP. 2, 546 (w. lit.), Pok. 922; to this Schwyzer 275 and 352. Farreaching combinations by Specht Ursprung 262 f. -- The word is clearly Pre-Greek (note the prenasalizatio), Furnée 154, 286.