νομάζω

Revision as of 19:33, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

English (LSJ)

   A graze, Nic.Th.950:—Med., Id.Al.345.

Greek (Liddell-Scott)

νομάζω: βόσκομαι, Νικ. Θηρ. 950· - Μέσ. νομάζομαι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 345.

Greek Monolingual

νομάζω (Α)
1. (για ποιμένες) βγάζω τα πρόβατα για βοσκή, βόσκω
2. μέσ. νομάζομαι
(για ποίμνια) βόσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. -άζω].