διαγκυλούμαι
Greek Monolingual
(I)
διαγκυλοῡμαι (-έομαι) (Α) αγκυλούμαι
(μτχ. παρακμ.) διηγκυλημένος
κρατώντας το ακόντιο από την αγκύλη του, έτοιμος να το ρίξω.
(II)
διαγκυλοῡμαι (-όομαι) (Α)
(μτχ. παρακμ.) διηγκυλωμένος
βλ. διαγκυλούμαι (Ι).
(I)
διαγκυλοῡμαι (-έομαι) (Α) αγκυλούμαι
(μτχ. παρακμ.) διηγκυλημένος
κρατώντας το ακόντιο από την αγκύλη του, έτοιμος να το ρίξω.
(II)
διαγκυλοῡμαι (-όομαι) (Α)
(μτχ. παρακμ.) διηγκυλωμένος
βλ. διαγκυλούμαι (Ι).