διαγκυλούμαι

Revision as of 12:51, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

Greek Monolingual

(I)
διαγκυλοῡμαι (-έομαι) (Α) αγκυλούμαι
(μτχ. παρακμ.) διηγκυλημένος
κρατώντας το ακόντιο από την αγκύλη του, έτοιμος να το ρίξω.
(II)
διαγκυλοῡμαι (-όομαι) (Α)
(μτχ. παρακμ.) διηγκυλωμένος
βλ. διαγκυλούμαι (Ι).