(I)κλεῑτος, τὸ (Α) κλειτός (Ι)](στο λεξ. Σούδα: κλῆτος) ποιητ. τ. αντί κλέος.(II)κλεῑτος, και κλίτος, τὸ (Α)στον πληθ. κλείτεακλειτύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω. Η λ. εμφανίζει την απαθή βαθμίδα κλει- της ρίζας].