ἀγριόφωνος

Revision as of 11:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A with rough voice or tongue, like βαρβαρόφωνος, Od.8.294; Δᾶτις App.Anth.3.74.22.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριόφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἀγρίαν, ἤτοι τραχεῖαν φωνὴν ἢ γλῶσσαν· ὡς τὸ βαρβαρόφωνος, Ὀδ. Θ. 294.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la voix sauvage, au langage barbare.
Étymologie: ἄγριος, φωνή.

English (Autenrieth)

rude-voiced, of the Sintians of Lemnos, Od. 8.294†.

Spanish (DGE)

-ον
de lengua áspera e.d. no griega ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους Od.8.294, Δᾶτις Eust.Pind.26.25.

Greek Monotonic

ἀγριόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που έχει άγρια ή τραχιά φωνή, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγριόφωνος: говорящий на грубом языке (Σίντιες Hom.).

Middle Liddell

φωνή
with wild rough voice, Od.