μετάδρομος

Revision as of 11:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A running after, pursuing, taking vengeance for, μ. πανουργημάτων κύνες S.El.1387 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 146] nachlaufend, verfolgend, mit dem Nebenbegriff der Rache, von den Erinyen, πανουργημάτων μετάδρομοι κύνες, Soph. El. 1379.

Greek (Liddell-Scott)

μετάδρομος: -ον, ὁ τρέχων κατόπιν, καταδιώκων, ἐκδικούμενος διά τι, τιμωρός, πανουργημάτων κ. κύνες Σοφ. Ἠλ. 1387.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui poursuit surtout à propos de chiens de chasse, gén..
Étymologie: μεταδραμεῖν.

Greek Monolingual

μετάδρομος, -ον (ΑM)
1. αυτός που τρέχει πίσω από κάποιον, που καταδιώκει κάποιον
2. αυτός που εκδικείται για κάτι, ο εκδικητής, ο τιμωρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δρόμος (πρβλ. διά-δρομος, παρά-δρομος)].

Greek Monotonic

μετάδρομος: -ον, αυτός που καταδιώκει κάποιον, που παίρνει εκδίκηση για κάτι, με γεν., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μετάδρομος: преследующий по пятам (μετάδρομοι κακῶν πανουργημάτων κύνες Soph. - об Эриниях).

Middle Liddell

μετά-δρομος, ον
running after, taking vengeance for a thing, c. gen., Soph.