ὠκύποινος

Revision as of 11:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A quickly avenged, παρβασία A.Th.743 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠκύποινος: -ον, ταχέως τιμωρούμενος, παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui châtie promptement, qui amène un prompt châtiment.
Étymologie: ὠκύς, ποινή.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που τιμωρείται γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + -ποινος (< ποινή), πρβλ. πολύ-ποινος].

Greek Monotonic

ὠκύποινος: -ον (ποινή), αυτός που τιμωρείται άμεσα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὠκύποινος: быстро караемый (παρβασία Aesch.).

Middle Liddell

ὠκύ-ποινος, ον, ποινή
quickly-avenged, Aesch.