ἄδολος
English (LSJ)
ον,
A guileless, honest, σοφία Pi.O.7.53; in Att.esp. of treaties, ἄ. εἰράνα Ar.Lys.169; σπονδαὶ ἄ. καὶ ἀβλαβεῖς Th.5.18. Adv., freq. in the phrase ἀδόλως καὶ δικαίως without fraud or covin, Th.5.23, cf. IG1.42e; ἁπλόως καὶ ἀ. GDI5024 (Gort.): generally, πλουτεῖν ἀδόλως Scol.8; ἀδολώτερον λέγεσθαι, opp. πιστότερον, Antipho 3.3.4:— also, genuinely, truly, τεθνάκην ἀ. θέλω Sapph.Supp.23.1, cf. Theoc. 29.32. II unadulterated, genuine, χρίματος ἀδόλοισι παρηγορίαις A.Ag.95; στύραξ Dsc.1.66; χρυσός Eupolem. ap. Alex.Polyh.18; ἀργύριον Poll.3.86; σῖτος, πυρός, PHib.1.85, PGrenf.1.18; ἀ. ἀπὸ παντός ib.2.29.14: metaph., αὔραις ἀδόλοις pure, E.Supp.1029 (lyr.); τὸ λογικὸν ἄ. γάλα 1 Ep.Pet.2.2. 2 unpretentious, Plu. Pel.3.
German (Pape)
[Seite 36] ohne Trug und Hinterlist, παρηγορίαι Aesch. Ag. 95; σοφία Pind. Ol. 7, 53; λόγοι Eur. Suppl. 1029; At. Av. 631; καὶ γνησία φὐσις Philem. Stob. 9, 22; bes. in Bündnissen, σπονδαὶ ἄδολοι 'Thnc. 5, 18. 47, u. in den Vertragsformeln, ἀδόλως, 5, 231 oft bei Xen., z. B. Heil. 3, 4, 5; ἀδόλως φιλοσοφεῖν, von wahren Philosophen, Plat. Phaedr. 249 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδολος: -ον, ἀγνός, ὁ ἄνευ δόλου ἢ ἀπάτης, τίμιος, σοφία, Πινδ. Ο. 7. 98· παρ’ Ἀττ. μάλιστα ἐπὶ συνθηκῶν, ἄδ. εἰρήνη, Ἀρ. Λυσ. 168· σπονδαὶ ἄδ. καὶ ἀβλαβεῖς, Θουκ. 5. 18. ― Ἐπίρρ. συχνὸν ἐν τῇ φράσει ἀδόλως καὶ δικαίως, = ἄνευ ἀπάτης ἢ πανουργίας, Λατ. sine dolo malo, Θουκ. 5. 23· πρβλ. Πολύβ. 22. 15, 2. πρὸς Λίβιον 38. 11. καὶ ἴδε ἐν λέξ. δόλος· ― οὕτω, πλουτεῖν ἀδόλως, Σκόλ. 8. Bergk. ― ἀδολότερον λέγεσθαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πιστῶς, Ἀντιφῶν 122. 42. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, = ἀνόθευτος, γνήσιος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 95., στύραξ, Διοσκ. 1. 79, ἀργύριον, Πολυδ. 3. 86· ― μεταφ., αὔραις ἀδόλοις... ψυχᾶς, = καθαραῖς, ἁγναῖς, Εὐρ. Ἱκ. 1029.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans fraude, franc, loyal.
Étymologie: ἀ, δόλος.
English (Slater)
ᾰδολος, -ον
1 without artifice δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει v. Thummer 74̆{4}. pr. (O. 7.53)
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. -δωλ- POxy.2676.30 (II d.C.)
I 1no engañoso, no falso σοφία Pi.O.7.53, γνώμη Pl.Ep.355e, φιλία Posidipp.Epigr.36.8, φαρμασσομένη χρίματος ἁγνοῦ μαλακαῖς ἀδόλοισι παρηγορίαις confortada con estímulos suaves sin engaño del casto aceite A.A.95, ref. al amor, E.Supp.1029, de la amistad, Plu.2.96e
•esp. en tratados εἰράνα Ar.Lys.169, σπονδαί Th.5.18
•neutr. como adv. ἀδολώτερον λέγεσθαι Antipho 3.3.4.
2 no falso, auténtico, puro, no adulterado στύραξ Dsc.1.66.2, χρυσός Eupolemus 2 (p.675), ἀργύριον Poll.3.86, τὸ μέλι Gp.15.7.7, γάλα 1Ep.Petr.2.2, de cereales ὄλυραν καθαρὰν καὶ ἄ. BGU 1278.7, cf. PHib.85.17 (ambos III a.C.), PCair.Isidor.91.12 (IV d.C.), τὸ λαχανόσπερμον POxy.l.c., del aceite BGU 2483.7 (III d.C.), del mosto PHeid.358.5 (VI d.C.)
•de pesos correcto, no falseado σκυτάλη PTeb.823.16 (II a.C.), cf. PRoss.Georg.2.37.7 (II d.C.).
II adv. -ως
1 sin engaño, lealmente esp. en tratados δικαίως καὶ προθύμως καὶ ἀ. Th.5.23, cf. X.Ages.1.10, IG 13.89.25, cf. 76.18 (ambas V a.C.), ἁπλόως καὶ ἀ. ICr.4.174.8 (II a.C.), φιλοσοφεῖν Pl.Phdr.249a, πλουτεῖν Carm.Conu.7.
2 de verdad, de veras τεθνάκην δ' ἀ. θέλω Sapph.94.1, cf. Theoc.29.32.
English (Abbott-Smith)
- ἄδολος, -ον,
1.guileless (Pind., Thuc).
2.Of liquids (Æsch., Eur., and late prose writers), genuine, pure (in π. and in MGr. of wine, also of corn: MM, VGT, s.v.; Milligan, NTD, 77): of milk, metaph., I Pe 2:2. †SYN.: ἀκέραιος (q.v.), ἄκακος, ἁπλοῦς.
English (Strong)
from Α (as a negative particle); and δόλος; undeceitful, i.e. (figuratively) unadulterated: sincere.
English (Thayer)
(δόλος) (from Pindar down), guileless; of things, unadulterated, pure: of milk, Trench, § lvi.)
Greek Monotonic
ἄδολος: -ον, I. αυτός που δεν έχει δόλο, δεν επιδιώκει απάτη, είναι χωρίς απάτη, τίμιος, ειλικρινής· λέγεται για συνθήκες, σπονδαὶ ἄδολοι καὶ ἀβλαβεῖς, σε Θουκ.· επίρρ. συχνό στη φράση ἀδόλως καὶ δικαίως, Λατ. sine dolo malo, στον ίδ.
II. λέγεται για υγρά, ανόθευτος, αναλλοίωτος, γνήσιος, αυθεντικός, σε Αισχύλ.· μεταφ., καθαρός, αγνός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄδολος: свободный от обмана, правдивый, истинный, искренний (σοφία Pind.; σπονδαί Thuc.; παρηγοριαι Aesch.; λόγοι Eur.; εἰράνη Arph.; ἔντευξις Plut.): ἀγῶνες ἄδολοι καὶ ἄτεχνοι Plut. честная и открытая борьба; αὔραις ἀδόλοις ψυχᾶς Eur. с чистой душой, чистосердечно.
Middle Liddell
I. without fraud, guileless, of treaties, σπονδαὶ ἄδ. καὶ ἀβλαβεῖς Thuc.:—adv., often in the phrase ἀδόλως καὶ δικαίως, Lat. sine dolo malo, Thuc.
II. of liquids, unadulterated, genuine, Aesch.; metaph. guileless, pure, Eur.