αἱρέσιμος

Revision as of 12:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A that can be taken, X.Cyr.5.2.4.

Greek (Liddell-Scott)

αἱρέσιμος: -ου, (αἱρέω), ἁλωτός, ὃν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, Ξεν. Κυρ. 5, 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prenable.
Étymologie: αἱρέω.

Spanish (DGE)

-ον
conquistable, que puede ser conquistado τεῖχος X.Cyr.5.2.4.

Greek Monotonic

αἱρέσιμος: -ον (αἱρέω), αυτός που μπορεί να κυριευθεί, να καταληφθεί, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

αἱρέσιμος: могущий быть взятым (штурмом), уязвимый (τεῖχος Xen.).

Middle Liddell

αἱρέω
that can be taken, Xen.