ἀκίς

Revision as of 12:40, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (cf. ἀκή A)

   A pointed object; hence, needle, Hp.Int. 41; splinter, Id.Epid.5.46; πετροτόμος ἀ., of a chisel, APl.4.221 (Theaet.).    2 barb of an arrow or hook, βελῶν Plu.Demetr.20; ἀγκίστρου AP6.5 (Phil.).    3 arrow, dart, Ar.Pax443, Mnesim.7, Opp.H.5.151.    4 metaph., ἔρως . . ἡ φρενῶν ἀ. Tim.Com.2; πόθων ἀκίδες stings of desire, AP12.76 (Mel.): in pl., sharp, acute pains, Aret.SD2.4.    II surgical bandage, Gal.18(1).823.

German (Pape)

[Seite 73] ίδος, ἡ (ἀκή), Spitze, Stachel, oft bei Hippocr.; βέλους, Pfeilspitze, Plut. Demetr. 20; vgl. Crass. 25; καλάμων, des Schreibrohrs, Paul. Sil. 52 (VI, 66); Schiffsschnabel, Diod. Sic. 13, 99; Harpune, Opp. H. 5, 151; Pfeile des Eros, Ant. Th. 53 (Plan. 213); Archi. 1 (V, 58); πόθων, Stachel der Sehnsucht, Mel. 17 (XII, 70). Bei Sp. Mad. auch eine Binde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκίς: -ίδος, ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι) = αἰχμή, ὀξὺ πρᾶγμα, Ἱππ. 554, 44, «ἀκίδα», «ἀγκίδα», ὁ αὐτ. 1153Ε: τὸ ἔμβολον νεώς, Διόδ. 13. 99. 2) τὰ ἑκατέρωθεν ὀξέα ἄκρα βέλους ἢ ἀγκίστρου, Λατ. cuspis, βέλους, Πλουτ. Δημήτρ. 20., ἀγκίστρου Ἀνθ. Π. 6. 5: ― βέλος, ἀκόντιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 443., Μνησίμ. ἐν «Φιλίππῳ» 1, Ὀππ. Ἁλ. 5.151. 3) μεταφ., ἔρως ... ἡ φρενῶν ἀκίς, Τιμόθ. Ἄδηλα 2· πόθων ἀκίδες, τὰ κέντρα τῆς ἐπιθυμίας, Ἀνθ. Π. 12. 76: ὡσαύτως πόνοι δριμεῖς, νυγμοί, Ἀρεταῖος περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4. ΙΙ. χειρουργικὸς ἐπίδεσμος, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 pointe de javelot;
2 harpon.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu.

Greek Monolingual

ἀκὶς (-ίδος), η (Α)
βλ. ακίδα.

Greek Monotonic

ἀκίς: -ίδος, ἡ (ἀκή I),
1. αιχμή, ακίδα βέλους ή γάντζος, αγκίστρι, τσιγκέλι, σε Πλούτ., Ανθ.· βέλος, ακόντιο, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., πόθων ἀκίδες, τα κεντρίσματα της επιθυμίας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκίς: ίδος ἡ1) острие, наконечник (βέλους Plut.; ἀγκίστρου Anth.);
2) стрела, дротик Arph. (перен. πόθων ἀκίδες Anth.);
3) мор. нос, клюв (τῆς τριήρους Diod.).

Middle Liddell

[ἀκή I]
1. a point, the barb of an arrow or hook, Plut., Anth.:—an arrow, dart, Ar.
2. metaph., πόθων ἀκίδες the stings of desire, Anth.